- φραξιονιστικός
- -ή, -ό, Ν [φραξιονιστής]αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον φραξιονισμό ή στον φραξιονιστή («φραξιονιστικές ενέργειες»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φραξιονιστικός — ή, ό ο σχετικός με το φραξιονισμό ή το φραξιονιστή (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)